- γλωσσονομία
- ηνόμοι που διέπουν τη γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλωσσονόμος. Η λ. μαρτυρείται στον Παναγ. Κοδρικά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλωσσονομικός — ή, ό ο σχετικός με τη γλωσσονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλωσσονομία. Η λ. μαρτυρείται στον Παναγ. Κοδρικά («γλωσσονομική αίρεσις»)] … Dictionary of Greek